ἰσχυροποιοῦν

ἰσχυροποιοῦν
ἰσχυροποιέω
strengthen
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
ἰσχυροποιέω
strengthen
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰσχυροποίουν — ἰ̱σχυροποίουν , ἰσχυροποιέω strengthen imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἰ̱σχυροποίουν , ἰσχυροποιέω strengthen imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἰσχυροποιέω strengthen imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἰσχυροποιέω strengthen …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Κορνάρος, Βιτσέντζος — (Σητεία Κρήτης, 1553 – 1613). Ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας, ο πιθανότερος δημιουργός του Ερωτόκριτου. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, εκτός από όσα αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”